- κελλουλόζη
- ηχημ. η κυτταρίνη*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cellulose < cellule «κύτταρο» (< λατ. cellula, υποκορ. τού cella «δωμάτιο») + -ose].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek